Ο Stone (Edward Norton) είναι ένας κατάδικος που έχει εκτίσει το μεγαλύτερο μέρος της ποινής του και αιτείται την υπό όρους αποφυλάκισή του. Ο Jack (Robert De Niro) είναι ένας θεοφοβούμενος οικογενειάρχης, αξιωματικός της αστυνομίας που η τελευταία του αρμοδιότητα προτού συνταξιοδοτηθεί είναι να αξιολογήσει κατά πόσο ο αιτών είναι έτοιμος να επανενταχθεί στην κοινωνία. Όμως η ανυπομονησία του Stone βάζει στο κόλπο και τη σύζυγό του, την πανέμορφη Lucetta (Milla Jovovich), για να πιέσει καταστάσεις. Εκείνη όμως ξέρει έναν πολύ αποδοτικό τρόπο - ξέρετε ποιον - για να πείσει έναν άνδρα. Κι αυτός είναι ένας τρόπος που μπορεί να τους μπλέξει όλους πολύ άσχημα.
Με φόντο τον αμερικανικό νότο, όπου στο ράδιο ακούγεται πάντοτε ο (χριστιανικός) λόγος του θεού, ένας 'κριτής' κι ένας 'κρινόμενος' ελαχιστοποιούν τη μεταξύ τους ηθική απόσταση. Η νέα ταινία του John Curran («We Don't Live Here Anymore», «The Painted Veil») εξερευνά τα αχνά όρια ανάμεσα στη - φαινομενική τουλάχιστον - νομιμότητα και την κοινώς νοούμενη παρανομία.
Το κοινωνικό αυτό δράμα, που δανείζεται στοιχεία από το ερωτικό θρίλερ, εκθέτει ευθύς εξαρχής τον 'κριτή' της υπόθεσης (De Niro) στη σκληρή κρίση του κοινού, όταν στα νιάτα του εκβίαζε με τον πλέον απάνθρωπο τρόπο τη σύζυγό του (Frances Conroy), τη στιγμή που εκείνη του ανακοίνωνε ότι τον εγκαταλείπει. Αρκετά χρόνια αργότερα και με το γάμο τους να έχει μεν διατηρηθεί αλλά να είναι συναισθηματικά νεκρός, ο προσεχώς συνταξιούχος Jack καλείται να δώσει ξανά εξετάσεις συνειδήσεως. Το σκιώδες δέλεαρ που λέγεται Lucetta θα δημιουργήσει ένα ερωτικό τρίγωνο που απειλεί να τινάξει τη φαινομενική οικογενειακή γαλήνη και την έξωθεν καλή μαρτυρία του Jack στον αέρα. Ο σκληραγωγημένος Stone από την άλλη, που έχει σχεδόν αποφοιτήσει από το 'σχολείο' της φυλακής και το μόνο που ζητά είναι ελευθερία με κάθε κόστος, κινείται σε ανάλογα ηθικά όρια, δίχως να μπορεί να θεωρηθεί μονοσήμαντα ούτε θύμα, ούτε θήτης.
Η προσέγγιση του Curran μαρτυρά πολλά στις σκηνές των συνεντεύξεων των δύο ανδρών, όταν ο Stone καδράρεται με κοντινό, συναισθηματικά φορτισμένο πλάνο, ενώ ο Jack με ένα περισσότερο αποστασιοποιημένο, παγερό και αδιάφορο, αποδίδοντας έτσι τόσο κρίσιμα στοιχεία του ψυχολογικού προφίλ τους όσο και την παγιωμένη κοινωνική τους απόσταση. Το ενδιαφέρον άλλωστε του σκηνοθέτη επικεντρώνεται καθ' όλη τη διάρκεια του «Stone» σε ένα ηθικό πόκερ μεταξύ των ηρώων, αφήνοντας το έντονο σασπένς σε δεύτερη μοίρα. Εκτιμώντας ρεαλιστικά τα δραματουργικά όρια του σεναρίου, δεν εκβιάζει καταστάσεις και δεν αναζητά τις συνήθεις εκρήξεις αδρεναλίνης που πιθανώς υπόσχεται η υπόθεση. Για το λόγο αυτό, εάν αναζητάτε ένα νέο «Cape Fear», με την κλειστοφοβική δράση να κορυφώνεται πλησιάζοντας προς το φινάλε, καλύτερα να ψάξετε αλλού.
O Curran παίρνει το θαρραλέο ρίσκο να αφήσει υπό μία μυστηριώδη σκιά ένα μέρος των ηρώων του, ακόμα και την ίδια τους την κατάληξη. Το φιλμ του είναι ένα προσεγμένο παιχνίδι χαρακτήρων κι ένα καυστικό κοινωνικό σχόλιο πάνω στην ηθικώς άτεγκτη αμερικανική επαρχία, με τους De Niro και Norton να δένουν άψογα ως ένα δίδυμο αντιθέσεων στην πρώτη συνεργασία τους μετά το «Score». Τους δύο εξαιρετικούς ηθοποιούς πλαισιώνει η Conroy, που προσφέρει μία βουβή πλην όμως δυναμική συμπληρωματική ερμηνεία, ενώ και η καλλονή Jovovich, που δείχνει και πάλι ιδιαιτέρως άνετη με το γυμνό, παρουσιάζει σημάδια υποκριτικής προόδου, καταφέρνοντας να σταθεί αξιοπρεπώς στο πλευρό των συμπρωταγωνιστών της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου